φυλακτήριος

φυλακτήριος
-ία, -ον, ΜΑ [φυλακτήρ]
1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον
α) μέσο προστασίας, προφύλαξης από κάτι κακό (α. «τῶν ἀχράντων τοῡ Χριστοῡ μυστηρίων μεταλαβεῑν, ἀσφαλὲς φυλακτήριον», Νικ. Ουρ.
β. «ἐν τοῑς τῶν ἀγορανόμων νόμοισί τε καὶ φυλακτηρίοις», Πλάτ.)
β) φυλαχτό, περίαπτο, που απομακρύνει τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν κάποιον (α. «γυνὴ μάντις καὶ φυλακτάρεα καὶ ἐπαοιδίας ποιοῡσα», Λεοντ. Νεαπ.
θ. «καὶ άντὶ φυλακτηρίου περιάμματι αὑτῷ αἱ γυναῑκες χρῶνται», Πλούτ.
γ. «φυλακτήρια περίαπτα», Διοσκ.)
3. μικρή λουρίδα με χωρία τού μωσαϊκού νόμου γραμμένα επάνω, που έδεναν στο μέτωπό τους οι Ιουδαίοι την ώρα τής προσευχής (α. «φυλακτήρια... δελτία ἦν μικρὰ... ἅπερ ἐφόρουν οἱ τῶν Ἰουδαίων καθηγηταί», Ισίδ. Πηλ.
β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
οχυρή θέση, προστατευμένη τοποθεσία («ὁ Ἄλος ποταμός, ἐπ' ᾧ πύλαι τε ἔπεισι... καὶ φυλακτήριον μέγα ἐπ' αὐτῷ», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυλακτήριος — serving as a protection masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτηρία — φυλακτηρίᾱ , φυλακτήριος serving as a protection fem nom/voc/acc dual φυλακτηρίᾱ , φυλακτήριος serving as a protection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φυλακτηρίᾱ , φυλακτηρία fem nom/voc/acc dual φυλακτηρίᾱ , φυλακτηρία fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτηρίων — φυλακτήριον guarded post neut gen pl φυλακτήριος serving as a protection fem gen pl φυλακτήριος serving as a protection masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτήριον — guarded post neut nom/voc/acc sg φυλακτήριος serving as a protection masc acc sg φυλακτήριος serving as a protection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • φυλακτήριον — τὸ, ΜΑ βλ. φυλακτήριος …   Dictionary of Greek

  • φυλακτηριάζω — Α [φυλακτήριος] μέσ. φυλακτηριάζομαι εφοδιάζομαι με φυλακτήριο, με φυλαχτό …   Dictionary of Greek

  • Τριτοπάτορες — Ονομασία που δινόταν από τους αρχαίους σε ορισμένους αγαθούς δαίμονες ή ευεργετικές θεότητες. Η επενέργεια των θεοτήτων αυτών ήταν κυρίως φυλακτήριος, αναγνώριζαν δηλαδή σε αυτούς θαυματουργή δύναμη προστασίας από κάθε δυσάρεστο. Υπήρχαν διάφορες …   Dictionary of Greek

  • φυλακτηρίοις — φυλακτήριον guarded post neut dat pl φυλακτήριος serving as a protection masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτηρίου — φυλακτήριον guarded post neut gen sg φυλακτήριος serving as a protection masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”